Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὴν ἄκραν

См. также в других словарях:

  • τεμενίτης — Οικισμός κοντά στις αρχαίες Συρακούσες, προάστιο ουσιαστικά της αρχαίας πόλης, όπου βρισκόταν ο ναός του Τεμενίτη Απόλλωνα. Τον οικισμό αυτό οι Συρακούσιοι τον περιέλαβαν, με εισήγηση του στρατηγού Ερμοκράτη, στο τείχος της πόλης. Ο Τ.… …   Dictionary of Greek

  • MOTYA — vel MOTYE, oppid. Siciliae, apud Pachynum promontor. ab Agrigentinis excisum, Afris eiectis: cuius locis nunc S. Giovanni Fazello. Item apud Hyccaram itidem excisum, inter illam et Panormum: cuius locus Sferra cavalio, aliis Porto Gallo. Item in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CELTICI — Hispaniae populi a Celtis oriundi. Meminit corum Strabo, l. 3. ὕςτατοι δὲ οἰκοῦςιν Α῎ρταβροι περι την` ἄκραν, ἣ καλεῖται Νέριον; ἣ καὶ τῆς Ε῾ςπερίου πλευρᾶς καὶ τῆς Βορείου πέρας ἐςτὶ, περιοικοῦςι δὲ αὐ την` Κελτικοὶ, Ultimi autem habitant… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπερτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. (μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι αναβάλλομαι αρχ. 1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω 3. κοινοποιώ, ανακοινώνω 4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό… …   Dictionary of Greek

  • Αλιούσσα — Μικρό νησί στον Αργολικό κόλπο που αναφέρεται και από τον Παυσανία: «Από δε Σκυλλαίου πλέοντι ως επί την πόλιν άκρατε εστίν ετέρα Βουκεφάλα και μετά την άκραν νήσοι, πρώτη μεν Αλιούσσα· παρέχεται δε αύτη λιμένα ενορμίσασθαι ναυσίν επιτήδειον·… …   Dictionary of Greek

  • PATARORUM urbs — seu Patara nunc Patera, seu Paterea Castaldo. urbs Lyciae, Baudrando in ora maris Pamphylii, prope ostia Xanthi fluv. Patari opus. Strab. l. 14. in qua Apollo 6. hibernis mensibus oracula reddebat. Patria S. Nicolai, Myrae Episcopi. Hinc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • BILINGUES — Plauto non semel serpentes dicti, in Persa, Actu 2. sc. 4. v. 28. in Asinaria etc. Nempe, si Salmasio credimus, serpentes tam tremulô motu crispant linguam, ut non una, sed gemina, videatur esse, Quomodo sarissam duplicare dicebantur, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • πρόκρημνος — ον, Α αυτός που επικρέμαται, που προεξέχει από πάνω («ὥσπερ γὰρ πρόκρημνον ἄκραν, τὴν ἑαυτοῡ διάνοιαν... ἐκτείνας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρημνός «απότομος, κατωφερής τόπος»] …   Dictionary of Greek

  • υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»